- χρηστοεπής
- -ές, Α1. αυτός που μιλά με χρηστότητα, που λέει χρηστά λόγια2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρηστοεπέςη χρηστοέπεια*.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. ἀμετρο-επής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
χρηστοέπεια — ἡ, Α [χρηστοεπής] το να λέει κανείς χρηστά λόγια, το να μιλάει με χρηστό τρόπο … Dictionary of Greek
χρηστοεπώ — έω, Α [χρηστοεπής] μιλώ με χρηστά λόγια … Dictionary of Greek